- μακροφάγος
- -ο, θηλ. και -α1. βιολ. (για οργανισμό) αυτός που τρέφεται με σχετικώς μεγάλα τροφικά τεμάχια λείας2. (το ουδ.) ανατ. μονοπύρηνο κύτταρο που βρίσκεται στο αίμα και στους ιστούς, όπως είναι λ.χ. το ιστιοκύτταρο και το μονοκύτταρο, λόγω τού μεγάλου μεγέθους του και τής φαγοκυτταρικής του ικανότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrophage < macro- (< μακρ[ο]-*) + -phage (< -φάγος*)].
Dictionary of Greek. 2013.